ξαναδιαβάζω

ξαναδιαβάζω
ξαναδιάβασα, διαβάζω, μελετώ το ίδιο θέμα: Οι μαθητές που απέτυχαν πρέπει να ξαναδιαβάσουν τα μαθήματά τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξαναδιαβάζω — διαβάζω πάλι, διαβάζω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω την ανάγνωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”